Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Διαβάστε το βράδυ, είναι καταθλιπτικό

Σιδηροδρομικός Σταθμός Πειραιά. Νωρίς το πρωί, χαράματα.

- Καλημέρα αδερφέ, που πηγαίνουμε;
- ...Θεσσαλονίκη. Τι ώρα είναι το πρώτο;
- Εννιά παρά πέντε.
- Δεν έχει νωρίτερα;
- Έχει από σταθμό Λαρίσης, στις εφτά και σαράντα.

Πέντε και μισή η ώρα ακόμα, ίσα που χάραζε ο ήλιος γκριζάροντας τον παλιό πέτρινο σταθμό ακόμα περισσότερο απ’ το πραγματικό του χρώμα.
Έτσι κι αλλιώς, θα έπρεπε να περιμένει.

- Κόψε από δω, δύο. Πόσο κάνουν;
-3200 και 3200, σύνολο 6400. Δε σε βλέπω και πολύ καλά αδερφέ. Πάρε κάνα καφέ από το κυλικείο.
- Καλά καλά, ευχαριστώ.

Μια θυρίδα το κυλικείο και μέσα κανείς. Μέχρι να βρει το κουράγιο να φωνάξει άκουσε κοφτά:
-Νες ή φραπέ;
-Νες, γλυκό.
Η γυναικούλα, ο Θεός να την κάνει, κίνησε αργά στο βάθος του μακρόστενου κυλικείου προς τα καφεδοκούτια. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ήταν χειρότερη παλιατσαρία, η γριά ή το κυλικείο. Τουλάχιστον ο καφές ήταν Νές, όχι σαν εκείνα τα υποκατάστατα που του τσίτωναν τα νεύρα ακόμα περισσότερο.
-240. Τίποτα άλλο θέλεις; Έχω κουλούρια Θεσσαλονίκης φρέσκα.
-Όχι, ευχαριστώ.

Ένα χρόνο είχε να καθίσει στα ξύλινα παγκάκια της αίθουσας αναμονής. Σαν να μην άλλαξε τίποτα. Με το ίδιο τραίνο έφευγε και τότε για τη Σαλονίκη και ίδια χρόνο περίμενε για να ξεκινήσει. Ίδια ακόμα και η απόφαση να μην ανεβεί στον σταθμό Λαρίσης. Ανά δεκάλεπτο έβλεπε κάποιον να περνά μπροστά του όπως και τότε. Ασφαλής στη ζέστη του καφέ τον ρούφαγε αργά και παρατηρούσε. Είναι παράξενος ο κόσμος νωρίς το πρωί χαράματα - μάλλον και αυτός παράξενος θα έδειχνε στους άλλους. Άλλοι απότομα ξύπνιοι από το ξυπνητήρι που τους θύμιζε το ταξίδι στο χωριό, άλλο άγρυπνοι από την πρέζα που την ψάχνανε από το βράδυ μαζί με κανένα ευρώ, άλλοι απλώς ξέμπαρκοι, ερείπια που είχαν έρθει να δούνε και σήμερα τα τραίνα να αναχωρούν για την επάνω Ελλάδα. Έτσι κι αλλιώς να φύγουν θέλανε όλοι.

-Έχεις φωτιά φιλαράκο;
Τον έβγαλε από τη νοσταλγία και τον λήθαργο ο διπλανός του.
-Τώρα! Ναι!
αντέδρασε απότομα, σαν να τον μαλώσανε.

Ανάψανε τσιγάρο.

-Που πας;
-Σαλονίκη.
Α, έχεις δρόμο μπροστά σου εσύ. Εγώ θα κατεβώ Λιανοκλάδι, πάω να κανονίσω κάτι κληρονομικά. Ευκαιρία τώρα που είναι της Παναγίας και θα' χει μαζευτεί το σόι.
-...
-Τι ώρα πήγε;
Έξι και είκοσι.
-Δε μιλάς πολύ ε;
-...Ε, είναι νωρίς ακόμα, είπε ντροπιασμένος.

Δε φαινότανε κακός τύπος. Στην ηλικία του, τριανταφεύγα δηλαδή, μάλλον εργάτης ή τεχνικός, ποιος ξέρει... Δεν είναι ότι δεν ήθελε να του μιλήσει. Ήθελε, αλλά πάντα είχε το ίδιο πρόβλημα με τους ξένους ανθρώπους. Δεν έβρισκε κάτι νέο να τους πει, γιατί ήταν όλα νέα γι’ αυτούς. Και τα παλιά του, θέλανε άραγε να τα ακούσουνε; Σίγουρα θα τον περνούσανε για κανέναν από εκείνους τους μυθομανείς που λένε ιστορίες, έτσι για να κάνουνε εντύπωση ή επειδή έχουν κάποια έμμονη ιδέα.

Ο διπλανός του του έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα και έκατσε παραπέρα. Καλύτερα έτσι. Στην ησυχία του.

Χάραξε για τα καλά. Ξημέρωσε η 13η Αυγούστου. Νιώθει αποκαμωμένος, σαν πέρσι, σαν πρόπερσι, σαν αντιπρόπερσι. Σαν έντεκα χρόνια πριν που γύρισε από την Κρήτη με την Εύη. Δεύτερες διακοπές τους κι ακόμα ερωτευμένοι σαν τρελοί. Όταν μπήκανε στο σταθμό για να κόψουν εισιτήρια, δεν το ξέρανε ότι το τραίνο έφευγε δυόμιση ώρες μετά. Ατυχία, είπανε, και πήρανε καφέ από τη γυναικούλα, νες γλυκό.

Αυτή κοιμήθηκε στην αγκαλιά του κι αυτός έμεινε να κοιτάει τους επιβάτες που μαζευόντουσαν, τους περαστικούς και τα πρεζόνια. Μίλησε με κάνα δυο, αλλά δεν έλεγε και πολλά, για να μην την ξυπνήσουν οι φωνές του. Ήθελε να κοιμηθεί, αλλά δεν ένιωθε το περιβάλλον ασφαλές γι’ αυτήν. Μην έχουμε και τίποτα μπερδέματα τώρα που φτάσαμε στο γυρισμό.

Τελικά δεν κοιμήθηκε αλλά το κεφάλι του γύριζε από την αυπνία. Στο καράβι δεν κοιμήθηκε, δεν βγάλανε εισιτήριο σε καμπίνα κι αυτός είχε τη φαεινή ιδέα να περάσουν την τελευταία νύχτα των διακοπών στο κατάστρωμα πίνοντας μπύρες. Αυτή μία, αυτός οχτώ. Μέχρι να της πει ξανά για τον έρωτά του, να της διηγηθεί ξανά τις διακοπές τους και να κοιτάξει ευτυχισμένος τα αστέρια και τα κύματα, έφτασαν.

Και τώρα είναι στο σταθμό του Πειραιά, κουρασμένος, ξενυχτισμένος και εκνευρισμένος μαζί της που κοιμόταν στο καράβι, που δεν του έκανε παρέα στις βραδυνές του εξομολογήσεις και τώρα κοιμόταν αμέριμνη στην αγκαλιά του λες και είναι το πιο μαλακό στρώμα.

- Σήκω Εύη, το τραίνο φτάνει σε λιγάκι.

Η αμαξοστοιχία ξεκινούσε λίγο παραπίσω και έπαιρνε τους πρώτους επιβάτες από τον σταθμό του Πειραιά. Σηκώθηκαν και οι δυο, αγουροξυπνημένη αυτή, άυπνος αυτός, σήκωσαν τις τσάντες τους και βγήκαν έξω, στην αποβάθρα.

Ηλίθιο ατύχημα. Που να το πεις και ποιος να σε πιστέψει. Κακή συνεννόηση, την ώρα που μπαίνει το τραίνο στον σταθμό, γυρνάει αυτός απότομα να πάρει τα γυαλιά του που ξέχασε στο παγκάκι, γλαρωμένη ακόμα από τον ύπνο της η Εύη, τη σκουντάει κατά λάθος και πριν προλάβει να γυρίσει άκουσε τις κραυγές των διπλανών του.

Γιατί ρε συ Εύη;
Γιατί γυρνάω μόνος μου στη Σαλονίκη κάθε Αύγουστο στις δεκατρείς του μήνα;

1 σχόλιο:

Λυδία είπε...

Μου άρεσε πολύ το κείμενο....
Έχεις πρόσκληση!!! Καλημέρα!!

δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει να μας δώσεις το cv σου και εσυ :P

http://trelikaialloparmeni.blogspot.com/2008/04/cv.html