Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008

Σαν και σένα, σαν και μένα

Ο άνθρωπος που έλιωνε σαν το κερί, στάθηκε αποκαμωμένος στη σκιά ενός ξεφτισμένου δέντρου της πόλης ελπίζοντας η δροσιά και η διαφορά θερμοκρασίας σε σχέση με το πυρωμένο μπετόν να ανακουφίσει λιγάκι τη ζέστη που ένιωθε. Ψευδαίσθηση. Έτσι κι αλλιώς, ήξερε ότι το πρόβλημά του δεν ήταν ο καυτός ήλιος, ούτε και η υγρασία που έκανε την ατμόσφαιρα πνιγηρή, αλλά ότι η εντός του ανυπόφορη κάψα ήταν αυτή που αποδομούσε κομμάτι κομμάτι το σώμα του, μέχρι να το σκορπίσει στα βασικά του συστατικά.

Ο καθιστός άνθρωπος, μετά από χρόνια ακινησίας, έκανε να μετα-κινήσει το σώμα του σε άλλη στάση, όχι γιατί ήταν πιο βολική, ούτε για να αλλάξει θέα, αλλά γιατί κάτι τον ενοχλούσε στον πισινό του. Ανασηκώθηκε, και ευθύς ένιωσε κάτι να τρίζει και να σπάει κάτω του. Κοίταξε απαθώς. Ένα στρώμα από ανθρώπινα κόκκαλα, άσαρκα, ήταν πια το μαξιλάρι του.

Ο άνθρωπος που έτρεχε πιο γρήγορα και από τον άνεμο, έκανε το λάθος για πρώτη φορά να κοιτάξει πίσω από τον ώμο του. Σε μια γρήγορη ματιά το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τα οργισμένα βλέμματα των διαβατών που κουνούσαν το χέρι τους απειλητικά εναντίον του. Πριν καλά καλά στρέψει το κεφάλι του μπροστά, ένιωσε το πόδι του να κολλάει στο έδαφος, σκαλώνοντας σε κάτι που φυσικά δεν πρόλαβε να κοιτάξει - την επόμενη στιγμή ήταν καρφωμένος πάνω σε μια διαφημιστική πινακίδα, βογγώντας απορημένος.

Ο άνθρωπος που μάζευε ψυχές, συμπλήρωσε τη συλλογή του με μια ακόμη. "Τώρα έχω κάτι από σένα, και θα το κρατήσω για πάντα", της είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του, ικανοποιημένος από τον εαυτό του που τα έβγαλε πέρα για μια ακόμα φορά, μένοντας αλώβητος και αποχωρώντας σοφότερος και ισχυρότερος, όπως έμαθε να πιστεύει.

Αυτός που μάζευε ψυχές, κάποτε έπεσε στο δρόμο του καθιστού ανθρώπου, έκατσε απέναντί του και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία. Που και που τους δρόσιζε ένα αεράκι - ευτυχώς, γιατί η αναμονή ήταν μακριά και η ζέστη αφόρητη. Ο άνθρωπος που έτρεχε σαν τον άνεμο άφηνε πάντα πίσω του ένα κύμα από αέρα, τόσο γρήγορος ήταν. Όταν σταμάτησε να δροσίζει βάλανε ειδήσεις και διαπιστώσανε ότι είχε ξεψυχήσει πάνω στη διαφημιστική πινακίδα μιας πολυεθνικής εταιρίας, αφού πρώτα σκόνταψε σε ένα κομμάτι ανθρώπινο κρέας. Κανείς από τους δυό τους δε νοιάστηκε ιδιαίτερα - καθένας για τους δικούς του λόγους. Αυτός που μάζευε τις ψυχές θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα να δράσει - αυτό που δεν είχε υπολογίσει είναι ότι ο καθιστός άνθρωπος δεν είχε ψυχή για να του πάρει. Βυθισμένος στην απελπισία, αυτοκτόνησε απελευθερώνοντας τις ψυχές που είχε μαζέψει όλον αυτόν τον καιρό. Ο καθιστός άνθρωπος, αποσβολωμένος από το αφύσικο και τρομακτικό θέαμα των ιπτάμενων ψυχών, πέθανε μ' έναν υπόκωφο ρόγχο. Ο άνθρωπος που έλιωνε σαν το κερί δεν κατάλαβε τίποτα απ' όλα αυτά. Δεν είχε δει ειδήσεις, δεν είχε μιλήσει με κανέναν εδώ και πολύ καιρό. Απέμεινε να ασθμαίνει κάτω από τη ισχνή σκιά του δέντρου της πόλης, συμμαζεύοντας ό,τι είχε απομείνει από το σώμα του.